Πράος και ακίνητος, με μάτια που γελούν νοσταλγικά
σαν να διέπραξες μόλις το προπατορικό αμάρτημα/
Απ' τα ακροδάχτυλά σου κρέμεται ένας χαμένος παράδεισος,
μια ιδέα που μαγκώνει μέσα απ΄τα χείλη σου και δε χωρά να βγει/
Τα κρατούμενα μας παραμένουν σφραγισμένα στις τσέπες,
μέσα σε μπουφάν που δεν παρέχουν ζέστη,
μέσα σε βαγόνια στα οποία κάνουμε έρωτα/
Το ξέρω πως προσπαθείς να μου φωτίζεις τα σκοτάδια,
εσύ έχεις πάντα το νου σου στο αν μεγαλώνουν οι σκιές/
Μισοκοιμισμένη σε βράχια που γδέρνουν,
βλέπω τα χέρια σου και θέλω να γίνουν σπίτι μου/
Αν γινόταν θα έμπαινα μέσα σε όλα τα βιβλία που διαβάζεις,
θα γινόμουν γραφή και ποίημα και πρόζα και λεκές/
Φεγγάρι τα βράδια και άνισος πόλεμος μέσα σου,
ανορθόγραφες λέξεις σβησμένες από την υγρασία του καιρού/
Θα ακουμπούσα το κεφάλι μου στο στήθος σου
και θα περίμενα τη σκόνη του χρόνου να καθίσει/
Λένε πως οι καιροί δεν είναι ικανοί για αγάπη
και πως μας τρώει στο τέλος η βασίλισσα/
Αλλά εγώ ξέρω πως αυτό το λένε οι ανίδεοι,
εκείνοι που δεν τους έχεις συστηθεί σωστά/
Σε εμένα όμως ήρθες με διάτρητους πόρους στο δέρμα,
και με άφησες να κυλήσω πάνω σου σαν καυτό κερί/
Κι εφόσον επέλεξα να ποτίσω τη φαντασία σου με αίμα,
τώρα δεν έχω παρά να τάζομαι πλανόβιος περαστικός του ονείρου σου/
(φώτιζέ μου τα όνειρα)
-β.τ