“my sadness is not
a cut for you to bandage
and it is not
a bruise for you to kiss
i am not waiting
for you to save me
i am hoping you will love me
while i rescue myself”
Τα πάνω, κάτω. Στιγμές που ένα ποτήρι κόκκινο κρασί είναι αναμφισβήτητα η καλύτερη παρέα. Μια κουβέρτα, ένα τραγούδι και
οι παρηγοριές που μόνο ο εαυτός σου μπορεί να σου δώσει.
Ζητάς ένα χάδι παραπάνω, μια ματιά ζεστή από
δύο μάτια που λατρεύεις να σε κοιτάζουν, αλλά τις στιγμές αυτές ακόμα κι αυτό
σου φαίνεται περιττό. Αχρείαστο και ανήθικο, όταν περνάει απ’ τη σκέψη σου. Τι
φοβάσαι τελικά; Τη μοναξιά, την ερημιά, τη συνήθεια; Φοβάσαι μήπως συνηθίσεις
στην απλότητα και σταματήσεις να ονειρεύεσαι και να κυνηγάς το παραπάνω;
Φοβάσαι μήπως αυτό το παραπάνω βαρεθεί και φύγει;
Δεν διώχνω την τρυφερότητα σου, αλλά ούτε
και την επιζητώ μανιωδώς. Αισθάνομαι πως αν σου αφεθώ, θα καταλήξω να νιώθω
ευάλωτη, μισή. Αισθάνομαι πως τίποτα από αυτά που έχεις να προσφέρεις δε θα
καλυτερέψουν την κατάσταση μου αυτή τη στιγμή. Το ξέρω πως κάνω λάθος εδώ. Με
τρομάζει η χυδαιότητά μου, αλλά ήταν και θα είναι πάντα θεμιτή. Γιατί με έχει
μάθει να ισορροπώ, ακόμα κι όταν η γραμμή που ορθώνεται μπροστά μου είναι θολή
και ακαθόριστη.
Όσο με σφίγγεις στην αγκαλιά σου, τόσο γλιστράω. Δεν το κάνω
επίτηδες, δεν το κάνω επειδή θέλω να το αποφύγω, δεν το κάνω επειδή δεν το
απολαμβάνω. Το κάνω γιατί η αβεβαιότητα με σκοτώνει, με τσαλακώνει. Το κάνω
ενστικτωδώς γιατί μου μοιάζει σωστό και πρέπον. Μου βγαίνει από μέσα μου, γιατί
ίσως να είναι πιο σημαντικό για μένα να ξέρω ότι πατάω στα πόδια μου αυτήν την
περίοδο. Το κάνω για μένα, χωρίς να σκέφτομαι εσένα και δε ντρέπομαι να το
παραδεχτώ ανοιχτά. Το κάνω γιατί είναι κάτι που μένει προς το παρόν ατιμώρητο. Απαλλάσσω
τον εαυτό μου από αυτό, γιατί είναι κάτι που μοιάζει προς το παρόν ανοίκειο και
ξένο.
Εγώ σε ξένα χέρια. Εγώ σε δύο χέρια πιο δυνατά και πιο μεγάλα απ’ τα δικά
μου. Εγώ στα δικά σου χέρια. Πόσο δικά σου είναι όταν σε προστάζουν να με
αγκαλιάσεις, να με σφίξεις, να με εξυψώσεις; Πόσο δικιά σου είναι η ανάγκη να
μου φιλάς το μέτωπο και να με κοιτάζεις λες και είμαι κάτι μαγικό, κάτι
εξωπραγματικό; Πόσο δικές σου είναι όλες εκείνες οι κουβέντες που ξεστομίζεις
όταν μου λες ότι νοιάζεσαι πραγματικά και ότι ενδιαφέρεσαι; Κι όταν κλείνει το
φως και φεύγεις απογοητευμένος απ’ το δωμάτιο, πόσο δικιά σου είναι η
απογοήτευση και η λύπη; Πόσο δικιά σου είναι η λοξή ματιά τα απογεύματα, όταν ο
ήλιος πέφτει και δυσανασχετεί ο ουρανός σου;
Δε φοβάμαι την ήττα, γιατί δεν
έχει την δυνατότητα να με συνθλίψει. Δε φοβάμαι τη μοναξιά, γιατί δεν έχει την
δυνατότητα να με κυριεύσει. Απλώς φοβάμαι μερικές φορές τα μάτια σου γιατί δεν
έχω μάθει να τα διαβάζω. Φοβάμαι μερικές φορές τα μάτια σου, γιατί μοιάζουν
κενά από συναισθήματα όταν μιλάνε για πράγματα αγνά και ουσιώδη. Μετά σκέφτομαι
πως μπορεί και εγώ να σε φοβίζω. Μπορεί να σε τρομάζει η ρηχότητα και η
σκοτεινιά που ρέει μερικές φορές από μέσα μου. Πες μου όμως, τι σε κάνει να
παρακαλάς για περισσότερα;
Το ξέρω, τίποτα από όλα αυτά δε βγάζει νόημα τελικά.
Αν έχεις το κουράγιο, αγκάλιαζε με μέχρι τα σώματά μας να δημιουργήσουν το
τέλειο πάζλ. Την τέλεια εικόνα που κατακτιέται έπειτα από πολλά εμπόδια και
δυσκολίες.
Αν έχεις την καλοσύνη, συγχώρεσε με που τα εμπόδια και οι δυσκολίες
αυτές, είμαι εγώ.
Αν έχεις την υπομονή και η υπομονή αυτή είναι δικιά σου,
περίμενέ με λίγο πιο κάτω κι εγώ στο υπόσχομαι, θα είμαι εκεί πιο σύντομα από
όσο νομίζεις.