γράφει η Γιολάντα Τσιαμπόκαλου
Έχω ένα φίλο, που ’χει ένα φίλο που ’χε έναν φίλο στη φυλακή. Μα η μικρή του ιστορία διαδραματίζεται στο ίδιο μοτίβο δεκαετίες ολόκληρες. Διασκευές στο σενάριο, μα πάντα στο ίδιο σκηνικό. Σωφρονιστικό σκηνικό, με κάγκελα, τοίχους, απομόνωση και πανομοιότυπες ατάκες όπως «άκου, βλέπε, σώπα». Αν δε το δω δε μπορώ να το κάνω εικόνα μέσα στο κεφάλι μου. Έτσι λένε. Κι έτσι θα ’ναι. Διαβάζω ότι οι αυτοκτονίες στις φυλακές της χώρας μας τριπλασιάστηκαν μέσα σε μία δεκαετία. Κι αυτός ο φίλος του φίλου, του φίλου μου παραλίγο να μπει στις στατιστικές αυτές.
Παρά τρίχα.
Βέβαια, δεν το ήθελε ούτε κι ο ίδιος. Αυτό που ήθελε ήταν να τον μεταφέρουν από τις δικαστικές φυλακές Κορυδαλλού στο ψυχιατρείο των φυλακών. Ήθελε, λέει -μεταξύ μας- να έχει ευκολότερη πρόσβαση σε ναρκωτικές ή εν πάση περιπτώσει σε φαρμακευτικές ουσίες. Δεν του έκαναν τη χάρη από τη διοίκηση, ακόμα κι αν αντιμετώπιζε όντως κάποια ψυχιατρικά προβλήματα. Μια μέρα αναγκάστηκε να προσποιηθεί πως αυτοκτόνησε. Οι υπόλοιποι κρατούμενοι είχαν πάει να φάνε. Είχε μία σχετική ησυχία. Εκείνος, έκανε την προσευχή του, πήρε θάρρος κι έφτιαξε κόμπο με το λουρί από ένα σακίδιο. Πριν ανέβει στην καρέκλα, συνεννοήθηκε κρυφά με τον φίλο του φίλου μου. Να τονε πιάσει την τελευταία στιγμή. Για να φανεί σαν αυτοκτονία. Ύστερα, κάπου βρήκε και στερέωσε το λουρί, περνώντας την άλλη μεριά, την θηλιά, στο λαιμό του. Έτσι απλά. Ανέβηκε στην καρέκλα, στάθηκε ελάχιστα και την έσπρωξε δυνατά. Ο φίλος του φίλου μου τον έπιασε αμέσως απ’ τα πόδια. Όπως ακριβώς είχαν συνεννοηθεί. Την ίδια στιγμή άρχισε να φωνάζει δυνατά και να καλεί σε βοήθεια τους φύλακες. Τους άκουσε να τρέχουν προς την πόρτα του κελιού. Δευτερόλεπτα πριν βρεθούν μπροστά από τα κάγκελα οι φύλακες, άφησε το σώμα του φίλου του απαλά και ψύχραιμα να κρέμεται στο κενό. Τραβήχτηκε πέρα και περίμενε την εξέλιξη κάνοντας τον ανήξερο. Ο λαιμός του φίλου του είχε μακρύνει δέκα πόντους σα λάστιχο. Τον προλάβανε όμως οι φύλακες και όλα πήγαν κατόπιν σχεδίου. Τον μεταφέρανε επιτέλους στο ψυχιατρείο, λόγω «απόπειρας αυτοκτονίας» κι όλα καλά. Κανείς υπουργός ή διοικητικός δε χρειάστηκε να εκφράσει τη λύπη του για το γεγονός και να διατάξει ένορκη διοικητική εξέταση. Η ζωή συνεχίστηκε, όπως πάντα, σαν αραχνιασμένο κλισέ.
Υ.Γ. Κόντευε τα 35 όταν εξέτισε την ποινή του, σα να λέμε σωφρονίστηκε. Αποφυλακίστηκε για να ζήσει ελεύθερος, άστεγος κι εξαρτημένος. Κι όταν τελικά ερωτεύθηκε, αυτοκτόνησε στ’ αλήθεια.